- φιλοσμάραγος
- -ον, ΜΑ(ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά τον θόρυβο, την βοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -σμάραγος (< σμαραγῶ «κάνω θόρυβο»), πρβλ. βαρυ-σμάραγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοσμαράγοιο — φιλοσμάραγος loving noise masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσμαράγων — φιλοσμάραγος loving noise masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσμαράγῳ — φιλοσμάραγος loving noise masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)